- Ορθοπαγον
- ὈρθόπαγονὈρθό-πᾰγοντό Ортопаг (возвышенность в Беотии) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορθόπαγον — ὀρθόπαγον, τὸ (Α) 1. βραχώδες ύψωμα 2. ως κύριο όν. τo Ὀρθόπαγον ονομασία λόφου στους Θούριους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πάγος «απόκρημνος βράχος»] … Dictionary of Greek
ὀρθόπαγον — Steep hill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek